- ἀργυροχάλινος
- ἀργυροχάλινοςwith silver-mounted bridlemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αργυροχάλινος — ἀργυροχάλινος, ον (Α) αυτός που έχει χαλινάρια στολισμένα με άργυρο … Dictionary of Greek
ἀργυροχάλινον — ἀργυροχάλινος with silver mounted bridle masc/fem acc sg ἀργυροχάλινος with silver mounted bridle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροχαλίνου — ἀργυροχάλινος with silver mounted bridle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροχάλινοι — ἀργυροχάλινος with silver mounted bridle masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
среброуздный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (ἀργυροχάλινος) имеющий узду с серебряным прибором … Словарь церковнославянского языка
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek